περικαλύψῃ

περικαλύψῃ
περικαλύπτω
cover all round
aor subj mid 2nd sg
περικαλύπτω
cover all round
aor subj act 3rd sg
περικαλύπτω
cover all round
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περικάλυψη — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περικαλύπτω, κάλυψη από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περικαλύπτω. Η λ., στον λόγιο τ. περικάλυψις, μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο] …   Dictionary of Greek

  • σακχαρόπηκτος — η, ο, Ν 1. αυτός που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρης ή με περικάλυψη ζάχαρης 2. το ουδ. ως ουσ. το σακχαρόπηκτο α) προϊόν που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρης β) φαρμακευτικό δισκίο με περικάλυψη ζάχαρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + πηκτός (πρβλ. βραδύ… …   Dictionary of Greek

  • βύρσα — η (AM βύρσα) νεοελλ. χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή (αρχ. μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώου αρχ. 1. δέρμα ζωντανού λιονταριού 2. ασκί για κρασί 3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι,… …   Dictionary of Greek

  • εγκαλυμμός — ἐγκαλυμμός, ο (Α) η περικάλυψη, το να είναι κάτι γύρω γύρω σκεπασμένο …   Dictionary of Greek

  • περίβλησις — ήσεως, ἡ, Α [περιβάλλω] περικάλυψη, περιτύλιγμα …   Dictionary of Greek

  • περιένδυση — η, Ν [περιενδύω] η περικάλυψη, το να είναι κάτι τυλιγμένο ολόγυρα με ένα υλικό …   Dictionary of Greek

  • περικαλυφή — ἡ, Α [περικαλύπτω] κάλυψη από παντού, περικάλυψη …   Dictionary of Greek

  • περισάρκωσις — ώσεως, ἡ, Α [περισαρκώ] η περικάλυψη με σάρκες …   Dictionary of Greek

  • περισιδήρωση — η, Ν [περισιδηρώνω] περικάλυψη με φύλλα σιδήρου …   Dictionary of Greek

  • περιχάλκωση — ἡ, Ν [περιχαλκώνω] περικάλυψη, επικάλυψη με χαλκό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”